-
1 επιτομή
-
2 ἐπιτομῇ
-
3 επιτομή
-
4 ἐπιτομή
-
5 ἐπιτομή
II epitome, abridgement, ;ἐ. καὶ στοιχείωσις Epicur.Ep.1p.4U.
; title of works by Chrysippus, etc., Stoic.2.5, etc.;ἐ. κεφαλαιώδεις D.H.1.5
, cf. LXX 2 Ma.2.28 ; briefly,Cic.
Att.5.20.1 ; ἐ. τῆς οἰκουμένης, of Rome, Ath.1.20b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτομή
-
6 ἐπιτομή
-ῆς ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 2 Mc 2,26.28summary, epitome, abridgement -
7 επιτομή
1) compendium2) epitomeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιτομή
-
8 επιτομήι
-
9 ἐπιτομῆι
-
10 επιτομής
-
11 ἐπιτομῆς
-
12 επιτομαίς
-
13 ἐπιτομαῖς
-
14 επιτομαί
-
15 ἐπιτομαί
-
16 επιτομών
-
17 ἐπιτομῶν
-
18 επιτομάς
-
19 ἐπιτομάς
-
20 επιτομήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιτομῇ — ἐπιτομή cutting on the surface fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομή — cutting on the surface fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτομή — η (AM ἐπιτομή) [επιτέμνω] νεοελλ. σύντομο σύγγραμμα, όπου εκτίθεται περιληπτικά το περιεχόμενο άλλου εκτενέστερου συγγράμματος μσν. «ἐπιτομή νόμων» ιδιωτική συλλογή διατάξεων τού βυζαντινού δικαίου αρχ. 1. η κατά την επιφάνεια τομή («τὴν τῆς… … Dictionary of Greek
επιτομή — η 1. ο αποχωρισμός τμήματος από κάποιο σύνολο, συντόμευση, σύμπτυξη. 2. μικρό σύγγραμμα που έγινε από συντόμευση ή από περίληψη άλλου μεγαλύτερου: Επιτομή αρχαίας ιστορίας του Α … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτομῆι — ἐπιτομῇ , ἐπιτομή cutting on the surface fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομαῖς — ἐπιτομή cutting on the surface fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομαί — ἐπιτομή cutting on the surface fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομῆς — ἐπιτομή cutting on the surface fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομήν — ἐπιτομή cutting on the surface fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομῶν — ἐπιτομή cutting on the surface fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пиерийское восстание — 1878 года, в Греции чаще упоминается как Революция Литохоро (греч. Επανάσταση του Λιτοχώρου) по имени города главного центра восстания восстание греческого населения османской Македонии, направленное одновременно против турецкого господства … Википедия